ἡδυεπῆ

ἡδυεπῆ
ἡδυεπής
sweet-speaking
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἡδυεπής
sweet-speaking
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἡδυεπής
sweet-speaking
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δημηγορία — Όρος που στην αρχαία Ελλάδα αναφερόταν στην αγόρευση στην Εκκλησία του Δήμου, με σκοπό την παροχή συμβουλών στον λαό για όσα επρόκειτο να γίνουν στο μέλλον. Στον Πλάτωνα η λέξη υποδηλώνει τη δημαγωγική αγόρευση αλλά και την ποιητική τέχνη. Η δ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”